- ταυρομάχος
- οαυτός που μάχεται με ταύρο σε ταυρομαχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταυρομάχος — ο, Ν επαγγελματίας που μετέχει σε ταυρομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + μάχος (< μάχομαι*), πρβλ. ξιφο μάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ταυρομαχώ — έω, Ν (αμτβ.) είμαι ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρομάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
εσπάδα — η 1. το ξίφος 2. (ως αρσ.) ο εσπάδα ο ταυρομάχος που σκοτώνει τους ταύρους με το ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < ισπ. espada < spatha < αρχ. ελλ. σπάθη] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
ταυρηλάτης — και ταυρελάτης, ὁ, Α 1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος 2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια*, έφιππος ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης, με έκταση λόγω… … Dictionary of Greek
ταυρομαχία — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… … Dictionary of Greek
ταυρομαχικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταυρομαχία ή στον ταυρομάχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυρομάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Μ. Αργυρόπουλο] … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
τορέρο — ο, Ν ταυρομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. torero < υστερολατ. taurarius < λατ. taurus «ταύρος»] … Dictionary of Greek